- πολυτεχνάς
- ο , πολυτεχνίτρα η см. πολυτεχνίτης
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυτεχνάς — ο, Ν πολυτεχνίτης («πού πηγαίνεις κακή τύχη; Στού πολυτεχνά το σπίτι», παροιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. πολύτεχνος] … Dictionary of Greek